καπήλα

καπήλα
καπήλᾱ , καπήλη
steersman's seat
fem nom/voc/acc dual
καπήλᾱ , καπήλη
steersman's seat
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τέχνημα — το, ΝΑ [τεχνῶμαι] το προϊόν έντεχνης εργασίας νεοελλ. το τεχνούργημα αρχ. 1. πανούργο επινόημα, τέχνασμα («κάπηλα προσφέρων τεχνήματα», Αισχύλ.) 2. επινόηση, εφεύρεση («ἧ καλόν, ἦν δ ἐγώ, τέχνημα ἄρα κέκτησαι», Πλάτ.) 3. (και για πρόσ. όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”